- ὀρνιθοσκόπον
- ὀρνῑθοσκόπον , ὀρνιθοσκόποςmasc/fem acc sgὀρνῑθοσκόπον , ὀρνιθοσκόποςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορνιθοσκόπος — ὀρνιθοσκόπος, ον (Α) 1. αυτός που προφητεύει το μέλλον από την παρατήρηση τού πετάγματος ή τής κραυγής τών πτηνών 2. φρ. «θᾱκος ὀρνιθοσκόπον» εδώλιο ορνιθοσκόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. οιωνο σκόπος] … Dictionary of Greek